Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Η Καλλιπάτειρα


Νίκης Φιλοπούλου

Α΄ ειδικό βραβείο Ολυμπιάδας
20ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Διηγήματος
“ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2004”
Απονομή: 31 Οκτωβρίου 2004



Η ΜΕΡΑ ΗΤΑΝ ευωδιαστή, χαρούμενη. Οι χρυσές φτερούγες του ήλιου είχαν σφιχταγκαλιάσει τη Ρόδο, το σμαραγδένιο νησί του Αιγαίου πελάγους, που η τύχη όρισε να διασώζει στους αιώνες το όνομα του βασιλιά της Αθήνας, του μυθικού Αιγέα. Από τα βοσκοτόπια και τα ψαράδικα λημέρια, άντρες, γυναίκες και παιδιά αποβραδίς είχαν κατέβει στο μεγάλο λιμάνι και καρτερούσαν ν’ αποχαιρετήσουν τον Διαγόρα, τους γιους του, Ακουσίλαο, Δαμάγητο και Δωριέα, την κόρη του Φερενίκη και το γιο της Ευκλέα, που θα σάλπαραν για τη μακρινή Ολυμπία, για να καμαρώσουν τον Πεισίδωρο, το γιο της κόρης του Καλλιπάτειρας, που για πρώτη φορά πήγαινε ν’ αγωνιστεί στους τρισένδοξους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Διαγόρας είχε εμφυσήσει στα παιδιά και στα εγγόνια του την ιδέα του Ολυμπισμού. Νικητής σε πανελλήνιους και τοπικούς αθλητικούς αγώνες, είχε στεφανωθεί με το κλαδί της ιερής ελιάς του Ηρακλή, αλλά και με δάφνη, με φοίνικα, με αγριοσέληνο και με μυρτιά.

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ για μήνες ήσαν όλοι στο πόδι κι
ετοίμαζαν ό,τι ήταν απαραίτητο για το μεγάλο ταξίδι. Η Καλλιπάτειρα, χήρα από πολύ νωρίς, μόνη φροντίδα και σκέψη της είχε το παιδί της. Το μόρφωσε όσο έπαιρνε και ήθελε ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα της, Ολυμπιονίκη Διαγόρα. Όνειρό της ήταν να δει το μονάκριβο γιο της να στεφανώνεται με τον Κ ό τ ι ν ο της νίκης. Γι’ αυτό από τη ροδαυγή μέχρι το λιόγερμα ήταν παρούσα στην εκγύμνασή του. Ακόμα και στοίχημα είχε βάλει ότι θα έμπαινε στης Ολυμπίας το Στάδιο να τον καμαρώσει την ώρα που θ’ αγωνιζότανε.
Με τ’ άστοχα λόγια που ξεστόμιζε, νέοι και γέροι κουνούσαν με λύπη το κεφάλι. Σίγουρα, σκέπτονταν, ο θάνατος του άντρα της είχε σαλέψει τα λογικά της και την είχε κάνει να πιστέψει ότι θα συμβούν πράγματα ακατόρθωτα. Γιατί ήτανε γνωστό ότι στην Ήλιδα υπήρχε νόμος ιερός, που δεν επέτρεπε σε γυναίκες παντρεμένες να πλησιάσουν στην Ολυμπία, να μπουν στην ιερή Άλτη και να παρακολουθήσουν τους αγώνες. Η παραβίαση του νόμου τιμωρούνταν με γκρέμισμα από το Τυπαίο όρος. Μόνο για την ιέρεια της θεάς Δήμητρας Χαμύνης δεν ίσχυε η απαγόρευση, η οποία παρακολουθούσε τους αγώνες από τιμητικό θρονί.
Η Αγασώ, η τροφός της Καλλιπάτειρας, ήταν βαθιά στενοχωρημένη για την απόφαση που η “κόρης” της είχε πάρει ασυλλόγιστα. Η ψυχή της σπάραζε, γιατί την είχε μεγαλώσει από τα σπάργανα. Όμως, η αρχόντισσα, ούτε βάση στους φόβους της έδινε ούτε από λόγια έπαιρνε. Έτσι από τη μέρα εκείνη η γριά τροφός, με βαριά καρδιά, επέβλεπε τις προετοιμασίες για το μακρινό ταξίδι. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει!
ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, σαλπιγκτές και σπονδοφόροι, κήρυκες της Ολυμπίας, περιδιάβαιναν χωριά, πόλεις και νησιά. Ακόμα και έξω από την Ελλάδα έβγαιναν, για να προσκαλέσουν αθλητές, γυμναστές και κόσμο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έφερναν την Ολυμπιακή Φλόγα και διαλαλούσαν την Ε κ ε χ ε ι ρ ί α κατά την Ι ε ρ ο μ η ν ι α, που επέβαλλε η Ήλιδα ένα μήνα πριν και ένα μήνα μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μπορέσουν αθλητές, γυμναστές και ο κόσμος να ταξιδέψουν όλοι με ασφάλεια και στο πήγαινε και στο έλα.
Μέσα στου αρχοντικού τη μεγάλη σάλα ένας σεβάσμιος γέροντας, στενός οικογενειακό φίλος, έδινε τις συμβουλές του και η βάγια έστησε αφτί.
-Καλλιπάτειρα, πρέπει να έχεις τα μάτια ανοικτά και τεντωμένα τ’ αφτιά, όταν πατήσει το πόδι σου στην ιερή Άλτη της Ολυμπίας.
-Καλέ μου Ίωνα, ευχαριστώ που έχεις την έγνοιά μου. Όμως μη βάζεις κακό στο νου, γιατί, αν έρθει κάτι ανάποδα, θα το προσπεράσω ευθύς αμέσως, μην ανησυχείς. Ελεύθερα θα μπω στο Στάδιο μέσα αφού το μήνα της προετοιμασίας των αθλητών όλοι στην Ολυμπία θα ξέρουν ότι είμαι ο γυμναστής του αθλητή Πεισίδωρου.
Ακούγοντάς τα, η Αγασώ, φανερώνεται και μπαίνει στην κουβέντα.
-Κόρη μου, αυτό που έχει στο μυαλό σου σφηνωθεί και δεν το αλλάζεις, θέλει κότσια γερά και θάρρος λιονταρίσιο.
-Αγασώ, θέλω κι εγώ να καμαρώσω το γιο μου το μονάκριβο, όταν κλαδί αγριελιάς στολίσει επάξια την κεφαλή του. Και μόνο γι’ αυτή την ιερή στιγμή αψηφώ τους νόμους της Ηλείας, ακόμα και το θάνατο. Αφ’ ότου ο Καλλιάνακτας, ο πατέρας του, μας άφησε χρόνους, ολημερίς η ίδια τον γύμναζα σκληρά. Δεν έχω δικαίωμα να είμαι δίπλα στο νικητή; Δεν έχω το δικαίωμα να μοιραστώ τη χαρά του; Πού είδες, εσύ, γραμμένο το αντίθετο;
-Καλά τα μολογάς, αλλά εκεί οι νόμοι προστάζουνε τα δύσκολα και πράττουν τα χειρότερα. Γιατί, να χάσεις τη ζωή σου;
-Ό,τι κι αν πεις γνώμη εγώ δεν αλλάζω.
-Μικρή μου Καλλιπάτειρα, κόρη της καρδιάς μου, σε βύζαξα, σ’ ανάθρεψα, σχίζεις τα σωθικά μου.
-Μη τη ξεσυνερίζεσαι και δώσ’ της δίκιο. Η άμετρη αγάπη που έχει στο πρόσωπό σου την κάνει έτσι να μιλά. Και πρόσεξε, αρχόντισσα, μην τύχει και σε πιάσει μάτι κακό και εκδικητικό.
-Σ’ ευχαριστώ, “μάνα”, για την ευχή, και σένα, Ίωνα, για τις συμβουλές, αλλά άδικα ο φόβος κατατρώει τα σωθικά σας. Όλα τα έχω στο μυαλό, με σύνεση θα πράξω. Θα κόψω αντρικά μαλλιά και θα φορέσω ρούχα γυμναστή. Άδικα για τη ζωή μου ανησυχείτε.
-Καλά τα είπες κόρη μου. Μέχρις εδώ, φτάνουν και περισσεύουν. Μα πώς γίνεται να κρύψεις τ’ αγριοπερίστερα που φτερουγίζουν στον κόρφο σου;
-Κι αυτό το έχω σκεφτεί, το πρώτο πάνω απ’ όλα. Θα ζωθώ σφιχτό ζωνάρι κι έτσι θα κρυφτεί καλά του φύλου μου το σημάδι.
-Κόρη της καρδιάς μου, εύχομαι στο ταξίδι σου ο θεός της θάλασσας, ο μεγάλος Ποσειδώνας ν’ αμολήσει ούριο άνεμο και η Ήρα η πρωτοθεά να στα φέρει ευνοϊκά κι ευοίωνα, καλό γυρισμό να έχεις.
Έτσι η Καλλιπάτειρα ξεκίνησε με συντροφιά τον πατέρα της, τα τρία αδέρφια της, την αδερφή της, τον ανιψιό της και το γιο της, που, καλογυμνασμένος, πήγαινε να διεκδικήσει την πρωτιά στην Ολυμπία. Πρώτη φορά θα πήγαινε με το παιδί της, γι’ αυτό και τους συντρόφεψαν όλοι μαζί από τη Ρόδο, για να τους δώσουν θάρρος. Η εκεχειρία είχε αρχίσει, έτσι η ρότα τους ήταν ήσυχη και χωρίς εχθροπραξίες. Ακόμα και οι βοριάδες ήταν ήπιοι, καλοτάξιδοι κι έφτασαν στην Πελοπόννησο, στο ξακουστό λιμάνι της Κυλλήνης, χωρίς εμπόδιο κανένα. Αγκυροβόλησαν, ξεφόρτωσαν τα πράγματα, έζεψαν μουλάρια κι’ άλογα και ξεκίνησαν με τέθριππες άμαξες για την Ήλιδα.

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ, σταμάτησαν σε πανδοχείο, για να ξεκουραστούνε. Η φιλοξενία ήταν ξεχωριστή. Στρωσίδια μαλακά, καλομαγειρεμένο φαγητό και κρασί από μοσχοφίλερο, ν’ ανασταίνει και νεκρούς. Σαν ρόδισε η αυγή στον ουρανό, πήραν πάλι τη στράτα. Ο δρόμος μέχρι να φτάσουν στην Ολυμπία ήτανε μακρύς και στους Λετρίνους τους έπιασε η νύχτα. Στο χάνι που ξεπέζεψαν τους πρόσφεραν ξανθό κρασί, κρέας και κριθαρόψωμο ζεστό. Σαν απόφαγαν ο κάπελας τους διηγήθηκε ιστορίες παλιές για τον τόπο και τους ανθρώπους.
-Την πόλη μας την έχτισε ο γιος του βασιλιά Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, ο Λετρέας. Απ’ αυτόν πήρε τ’ όνομά της. Εγώ είμαι από τους τυχερούς εδώ, γιατί τα στάδια είναι πολλά και διανυκτερεύουν στο πανδοχείο μου, γιατί σε μια μέρα δε γίνεται να φτάσουν στην Ολυμπία.
Την άλλη μέρα ξύπνησαν χαρούμενοι και καλοδιάθετοι. Πριν αναχωρήσουν, τους έφεραν να φάνε φρούτα και ψωμί. Σαν απόφαγαν, πήραν την Iερή Oδό, που βγάζει στην Ολυμπία. Μετά από αρκετά στάδια και με τον ήλιο να τους δέρνει κατά πρόσωπο, φάνηκε από μακριά η Ιερή Άλτη. Διάβαιναν την Πομπική οδό, όταν ο γερο-Διαγόρας ζήτησε να σταματήσουν στην ανοικτή Πύλη. Κατέβηκε κι’ ανάσανε χώμα και ουρανό, παραδομένος στις αναμνήσεις των θριάμβων του. Σαν η φουρτούνα της καρδιάς του καταλάγιασε, ανέβηκε στην άμαξα και κοίταξε να κρύψει τα δακρυσμένα μάτια του.

Ο ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ για αθλητές και γυμναστές ήταν επίπονος, σκληρός, και για την Καλλιπάτειρα ακόμα περισσότερο. Έπρεπε όχι μόνο να φυλάγεται από μάτια περίεργα, αλλά και να υποκρίνεται καλά. Ο Διαγόρας παρακολουθούσε την εκγύμναση του εγγονού του, καθώς και οι θείοι του κι ο ξάδερφός του. Οι τριάντα μέρες πέρασαν και σαν έφτασε η μέρα η πολυπόθητη, ανέτειλε με όνειρα και σχέδια γεμάτη. Η αγωνία στάλαζε κόμπο με κόμπο μαζί με τον ιδρώτα στα καλογυμνασμένα κορμιά των αγωνιστών. Όλοι οι αθλητές πιστεύανε ότι θα είναι νικητές κι το κλαδί της αγριελιάς του Ηρακλή θα στεφάνωνε τη δική τους κόμη.

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ των αγώνων αφού πήγαν στο βωμό της θεάς Εστίας κι έκαναν θυσίες κατευθύνθηκαν στο Βουλευτήριο. Μπροστά στα σφάγια, στο βωμό του Όρκιου Δία, που σε κάθε χέρι κρατούσε κι από ένα κεραυνό χρυσό, Ελλανοδίκες, αθλητές, γυμναστές και ηνίοχοι άρχισαν να λένε όρκους ότι κανένας δε θα έπραττε τίποτα παράνομο. Οι Ελλανοδίκες, ορκίστηκαν ότι θα τηρήσουν τους κανονισμούς των αγώνων και θα κρίνουν δίκαια τους αθλητές. Οι γυμναστές, ότι σωστά θα κάνουν την προπόνηση και οι αθλητές, ότι είναι Έλληνες λεύτεροι, ότι τίμια θ’ αγωνισθούνε κι ότι η πολιτεία μήτε για φόνο, μήτε για ασέβεια τους έχει καταδικάσει. Στο τέλος οι αθλητές ράντισαν με αίμα των σφαγείων τους βωμούς και τα αγάλματα των θεών, που ήσαν στολισμένα με άνθη και κλαδιά. Για τα παιδιά και τους έφηβους, όρκο έδωσαν ο πατέρας, ο αδερφός ή όποιος άλλος τα συνόδευε. Για τον Πεισίδωρο ορκίστηκε ο παππούς του, Διαγόρας. Στη συνέχεια άρχισε η καταγραφή των αθλητών σύμφωνα με το αγώνισμα, καθώς και η κλήρωση της θέσης που ο κάθε αγωνιστής θα έπαιρνε στην ορκωμοσία.
Στην είσοδο, που οδηγεί στο Στάδιο και μπροστά σε βωμό που σε κανένα θεό δε θυσίαζαν, άρχισαν οι αγώνες των σαλπιγκτών και των κηρύκων. Οι σαλπιγκτές διαγωνίστηκαν στον ήχο της σάλπιγγας και οι κήρυκες στην δύναμη της φωνής. Ο κήρυκας επέβαλε σιγή στους θεατές και με βροντερή φωνή άρχισε να λεει τ’ όνομα του κάθε αθλητή και του πατέρα του και από που κατάγονταν. Ένας-ένας αθλητής έκανε ένα βήμα μπροστά κι’ όταν παρατάχθηκαν όλοι στη σειρά, ο κήρυκας απευθύνει στον κόσμο μια ερώτηση:
-Υπάρχει κανένας, που να θέλει ν’ αναφέρει ότι κάποιος από τους αθλητές παραβίασε τους νόμους της πατρίδας του;
Οι ανάσες κοπήκανε μεμιάς και μια νεκρική σιωπή απλώθηκε παντού. Γιατί σαν βρισκότανε άνθρωπος και κατηγόρια έλεγε, η ατίμωση για τον αγωνιστή και για την πόλη του που τον γέννησε ήταν πολύ μεγάλη. Τελειώνοντας, κατευθύνθηκαν στο Στάδιο για την έναρξη των αγώνων. Οι αθλητές- παιδιά θ’ αγωνίζονταν χωρίς περίζωμα, ολόγυμνοι,. Την ίδια μέρα, οι Ελλανοδίκες οδήγησαν στον οπισθόδομο ένα αγόρι αμφιθαλή, -που ζούσαν και οι δυο γονείς του- να κόψει με χρυσό δρεπάνι, από την Καλλιστέφανο αγριελιά του Ηρακλή, για τα στεφάνια των νικητών τόσους κλώνους όσα και τα αγωνίσματα. Η μέρα έκλεισε με απαγγελίες ποιημάτων, θυσίες στους θεούς και φιλοσοφικές συζητήσεις.

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ, νωρίς το πρωί, ο κόσμος γέμισε τον ιππόδρομο. Οι αρματοδρομίες ήταν αγώνισμα εντυπωσιακό, θεμελιωμένο από τον ίδιο το βασιλιά Πέλοπα. Όλα τ’ άρματα έτρεξαν ταυτόχρονα, δεκατέσσερα στάδια, διαγράφοντας δώδεκα φορές το γύρο του ιππόδρομου. Ακολούθησαν ιππικοί αγώνες, όπου σύμφωνα με τον κανονισμό νικητής δεν ανακηρυσσόταν ο ηνίοχος ή ο αναβάτης, αλλά ο ιδιοκτήτης των αλόγων. Το απόγευμα οι αθλητές έπρεπε ν’ αγωνιστούν σε πέντε αθλήματα. Στο δρόμο, στο άλμα, στο δίσκο, στο ακόντιο και στην πάλη. Η μέρα τελείωσε με θυσίες προς τιμή του Πέλοπα, προστάτη του αγωνίσματος της αρματοδρομίας.

Η ΤΡΙΤΗ ΗΜΕΡΑ των αγώνων είναι η πιο σημαντική. Με πομπή, ελλανοδίκες, ιερείς, θεωροί, επίσημοι και αθλητές πήγαν να προσφέρουν θυσίες στο βωμό του Όρκιου Δία. Οι άρχοντες των Ηλείων πρόσφεραν την εκατόμβη, δηλαδή εκατό βόδια και ακολούθησαν οι θεωροί, οι αντιπρόσωποι των διαφόρων πόλεων. Τ’ αγωνίσματα του δρόμου θα γινόντουσαν στο Στάδιο, γι’ αυτό μετά τις θυσίες κατευθύνθηκαν όλοι εκεί. Ο δρόμος ήτανε αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής ενός σταδίου, εξακόσια πόδια. Ο δίαυλος ήταν δρόμος 2 σταδίων και ο δόλιχος, δρόμος 12 διαύλων, 24 σταδίων.
Ο Φοίβος, οδηγώντας το άρμα του Ήλιου, έκανε κύκλους στην Ιερή Άλτη, ρίχνοντας φωτεινές αχτίνες και στέλνοντας στο χώρο της Ολυμπίας φως ουράνιο, άπλετο. Το Στάδιο πλημμύρισε κόσμο και ο τόπος γέμισε από τις φωνές των θεατών που περίμεναν την έναρξη των αγώνων. Ξαφνικά και ο πιο μικρός ψίθυρος βουβάθηκε, σαν μπήκε στο Στάδιο γυναίκα με φωτεινό, μακρύ χιτώνα τυλιγμένη. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και σταθήκανε σε στάση προσοχής καθώς αντίκρισαν τη σεβάσμια ιέρεια της θεάς Δήμητρας Χαμύνης. Ήταν η μόνη παντρεμένη γυναίκα, που ο νόμος της έδινε το δικαίωμα να παρευρίσκεται στο Στάδιο κατά την τέλεση των αγώνων.

Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΗΜΕΡΑ ήταν αφιερωμένη στα πιο σκληρά αγωνίσματα. Στην πυγμαχία, στην πάλη και στο παγκράτιο, το οποίο ήταν το πιο επικίνδυνο απ’ όλα, γιατί συνδύαζε πάλη και πυγμή. Τους παγκρατιαστές τους ονόμαζαν και παμμάχους. Οι αγωνιστές έπρεπε να έχουν σωματική δύναμη και ταχύτητα. Λένε ότι το παγκράτιο το καθιέρωσε ο γιος του βασιλιά Αιγέα, Θησέας, όταν στην Κρήτη, στο Λαβύρινθο, πάλεψε με τον Μινώταυρο, το γίγαντα-θεριό που είχε ανθρώπινο σώμα και κεφάλι ταύρου.
Στο Στάδιο οι θεατές ήταν σαν μυρμήγκια στη σειρά και θάρρους λόγια ηρωικά, γέμιζαν στόματα κι’ αγέρα. Ο κόσμος έτρεξε από νωρίς, να βρει μια καλή θέση, για να καθίσει άνετα και να μπορεί να βλέπει τους αγώνες πιο καλά. Ο ήλιος χτυπούσε κατακέφαλα και ο ιδρώτας χάραζε αυλάκια σε πρόσωπα και σώματα. Το γυμναστή τον αγένειο, που μπήκε με τους αθλητές στο Στάδιο και κάθισε στο χώρο των γυμναστών, ούτε που τον προσέξανε με χίλιες γλώσσες άγνωστες ν’ ακούγονται, κανείς να μην καταλαβαίνει. Γιατί υπήρχαν αθλητές, γυμναστές, φίλοι, συγγενείς και θεατές που είχαν έρθει από μέρη μακρινά, έξω από την Ελλάδα.
Σε λίγο άρχιζε η πυγμή παίδων. Ο Πεισίδωρος, θα είχε αντίπαλο τον Δάμαρχο τον Παράσειο, έναν αθλητή από την Αρκαδία. Ο αγώνας μεταξύ τους ήταν δύσκολος, σκληρός, αλλά στο τέλος βγήκε νικητής ο γιος της Καλλιπάτειρας. Οι θείοι του από τη χαρά τους τον πήρανε στα χέρια και τον σήκωσαν στα ύψη. Πιο ’κει ο ένδοξος Διαγόρας καμάρωνε, που του παιδιού του το παιδί βγήκε πρώτο στο αγώνισμα και θα ονομαζότανε Ολυμπιονίκης.
Η Καλλιπάτειρα από την ανέλπιστη νίκη δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τρέχει ν’ αγκαλιάσει το παιδί της. Πηδάει πάνω από το έρημα, που χώριζε τη θέση των γυμναστών από το στίβο, αλλά στη βιάση της μπερδεύεται, λύνεται το ζώμα και ο χιτώνας της πέφτει κατά γης. Τα μάτια όλων σάστισαν, γιατί το γυμνό κορμί που φάνηκε δεν ήταν αντρός κορμοστασιά, αλλά της Αφροδίτης!
Ο γυμναστής του νικητή γυναίκα! Το αμάρτημα ήταν σοβαρό και η ασέβεια μεγάλη. Έγινε μεγάλο σούσουρο, ακούστηκαν φωνές, λόγια βαριά, βρισιές, κατάρες. Ο αλυτάρχης επέβαλε την τάξη και δυο Ελλανοδίκες σκέπασαν το γυμνό κορμί και την Καλλιπάτειρα οδήγησαν στο Βουλευτήριο.

Η αναστάτωση καταλάγιασε, σαν μπήκανε στο Στάδιο οι οπλιτοδρόμοι. Οι αθλητές φορούσαν περικεφαλαία, θώρακα, περικνημίδες και κρατούσαν στο δεξί χέρι σπαθί και στ’ αριστερό χάλκινη ασπίδα. Σιγή επικράτησε βαθιά κι’ όλα ξεχάστηκαν, σαν άρχισε η οπλιτοδρομία. Ο κόσμος κοίταζε με μεγάλη προσοχή, που οι αγωνιστές έτρεχαν ένοπλοι κι’ ολόγυμνοι διαύλου δρόμου απόσταση.  Όταν τέλειωσαν τ’ αγωνίσματα, οι Ελλανοδίκες σύνταξαν επίσημη πράξη και τα ονόματα έγραψαν των νικητών και σε ποιόν αγωνιστή ανήκε η κάθε νίκη. Έτσι οι Ολυμπιονίκες θα έμεναν για πάντα αθάνατοι στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.

ΜΕ ΣΕΒΑΣ αλλά με περίσσιο θάρρος, η κόρη του Διαγόρα, μιλάει στο Βουλευτήριο για τη δόξα της γενιάς της. Και ζητάει από τους Ηλείους άρχοντες και τους Ελλανοδίκες "προνόμιο", γιατί δεν είναι, λεει, με τις άλλες γυναίκες όμοια και αξιώνει να παραβλέψουνε τον ιερό νόμο που παραβίασε.
-Με λένε Καλλιπάτειρα και έχω πατέρα ένδοξο με τιμημένο όνομα. Τον λένε Διαγόρα, του Δαμάγητου, του βασιλιά της Ιαλυσού, είναι εγγονός, από τη βασιλική γενιά των Ερατιδών. Πυγμάχος ξακουστός. Ολυμπιονίκη και Λυκαιονίκη χέρια άξια τον στεφάνωσαν. Πρώτος ήρθε στα Πύθια, στα Ίσθμια, στα Νέμεα και στα Λύκαια. Στην ιερή Άλτη ο ανδριάντας του είναι έργο του Καλλικλή από τα Μέγαρα, που έχει φτιάξει στη γενέτειρά του το άγαλμα του Δία. Έχω τρία αδέλφια στη σειρά και οι τρεις Ολυμπιονίκες. Ο Ακουσίλαος σε πυγμαχία ανδρών ήρθε πρώτος, ο Δαμάγητος νίκησε στο παγκράτιο πολλές φορές και ο Δωριέας πήρε την πρωτιά οκτώ φορές στα Ίσθμια, επτά στα Νέμεα και μια στα Πύθια. Χώρια στο παγκράτιο τρεις νίκες Ολυμπιακές. Περιοδονίκης ονομαστός, όπως και ο πατέρας μας. Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα, που στέφτηκε Ολυμπιονίκης σε αγώνες πυγμαχίας παίδων. Τι άλλο να πω; Ποια άλλη Ελληνική γενιά έχει στεφανωθεί με τον Κότινο της Νίκης και της Δόξας τόσες φορές όσες η γενιά των Διαγοριδών;
Σεβάσμιοι γέροντες της Ήλιδας κι’ εσείς Ελλανοδίκες μην επιτρέψετε το αίμα μάνας Ολυμπιονίκη να χυθεί και να σπιλώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Και λέγοντας αυτά η αντρειωμένη Ροδίτισσα αγέρωχα αποχώρησε. Ο Πεισίδωρος της έδωσε θάρρος στην αγκαλιά του σφίγγοντάς την και οι παρευρισκόμενοι με σεβασμό της έκαναν τόπο να περάσει. Σε μια γωνιά ο πατέρας της στεκότανε περίλυπος και πιο ’κει τα αδέλφια της και ο ανεψιός της, όλοι στη λύπη βουτηγμένοι. Σαν άρχιζε η ’μέρα να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια τ’ ουρανού, απόφαση έβγαλαν της Ήλιδας οι άρχοντες και οι Ελλανοδίκες.
-Οι γνώμες δε χωρίστηκαν, ούτε στα δυο μοιράστηκαν. Έτσι το Ιερό Συμβούλιο το νόμο της Ήλιδας αποφάσισε να μην εφαρμόσει, ανήγγειλε ο γεροντότερος Ελλανοδίκης.
Απ’ όλων τις καρδιές ξέφυγε αναστεναγμός χαράς και είπαν πως η πολιτεία και οι άρχοντές της πήραν δίκαιη απόφαση. Ο Διαγόρας δάκρυσε από συγκίνηση, το ίδιο τα παιδιά και τα εγγόνια του και ύστερα από λίγο όλοι μαζί οδηγήθηκαν στο βωμό του Δία, να κάνουνε θυσίες ευχαριστήριες.
Το επεισόδιο με την Καλλιπάτειρα έκανε τους Ηλείους άρχοντες να συντάξουν νόμο, που όριζε τις μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων, να μπαίνουν γυμνοί στο Στάδιο, εκτός από τους αθλητές και οι γυμναστές τους.
Μετά το δείπνο οι άντρες αποσύρθηκαν στο Λεωνίδαιο, οι γυναίκες πήγανε στο γυναικείο ξενώνα και στο κατάλυμα των αθλητών ο Πεισίδωρος.

ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΗΜΕΡΑ, θα γινότανε η στέψη των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων. Το πρωί ξεκίνησε με θυσίες όπως και η πρώτη. Στο Στάδιο ο κόσμος περιμένει με αγωνία. Ο Γυμνασίαρχος μπροστάρης και οι Ελλανοδίκες ακολουθούν, όλοι ντυμένοι με πορφυρή χλαίνη. Ακολουθούν οι Ιερείς και οι Θεωροί. Το πλήθος με ασυγκράτητο ενθουσιασμό επευφημεί την εμφάνιση των νικητών. Ο Αλυτάρχης σηκώνει το σκήπτρο του ψηλά και ο Κήρυκας ανοίγει το στόμα του και τα ονόματα των Ολυμπιονικών υψώνονται στους αιθέρες.
Ο πρεσβύτερος Ελλανοδίκης στεφανώνει τα κεφάλια των άξιων αγωνιστών με τον Κότινο, που είναι θαλλίο, δηλαδή κλαδί από την αγριελιά του Ηρακλή, δεμένο με ξανθό μαλλί. Τελειώνοντας οι νικητές οδηγούνται στο βωμό της θεάς Εστίας για την αναίμακτη θυσία. Και προτού ο ήλιος αποσυρθεί στα δώματα της δύσης, η πολιτεία της Ήλιδας έστρωσε τραπέζι στο Πρυτανείο. Παρέθεσε δείπνο με όλα τ’ αγαθά του Δία σε Ολυμπιονίκες, Ελλανοδίκες και Ιερείς, σε Κριτές και Θεωρούς, σε πρόσωπα επίσημα και σε παλιούς της Ολυμπίας νικητές. Την πλούσια βραδιά λάμπρυναν παιάνες και ύμνοι επινίκιοι με συνοδεία αυλού, που κράτησαν μέχρι το πρώτο φως της καινούργιας μέρας.

Η ΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ του Πεισίδωρου είχε φτάσει στο λιμάνι της Κυλλήνης, που το καράβι αγκυροβολημένο τους περίμενε ένα μήνα τώρα. Έτσι το σούρουπο της άλλης μέρας πλοίαρχος και πλήρωμα καλωσόρισαν τον Ολυμπιονίκη και την οικογένειά του. Οι αυλητές άρχισαν να παίζουν χαρούμενους σκοπούς και οι αοιδοί τραγούδησαν άσματα επινίκια και εορταστικά, ξεσηκώνοντας τον Ποσειδώνα, την Αμφιτρίτη και τις θαλάσσιες Νύμφες. Όλοι ήσαν χαρούμενοι, αλλά η Καλλιπάτειρα ήταν διπλά, τριπλά ευτυχισμένη. Ο γιος της Ολυμπιονίκης! Τι περηφάνια! Τι δόξα λαμπρή για τη Ρόδο! Και όχι μόνο αυτό. Τον ανδριάντα του θα έστηναν στην ιερή Άλτη, δίπλα στον ένδοξο πατέρα της.
Χαράματα την άλλη μέρα σήκωσαν άγκυρα και πανιά. Ο τιμονιέρης έπιασε τραγούδι θαλασσινό και οι κωπηλάτες έσχιζαν ρυθμικά τη θάλασσα τραγουδώντας χαρούμενους σκοπούς. Το ταξίδι της επιστροφής τους φάνηκε ατελείωτος αιώνας. Όταν πια από μακριά ξαγνάντισε η Ρόδος, άναψαν πυρσούς και σήκωσαν άσπρα πανιά. Σημάδια νίκης και τα δυο.

ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΒΑΔΙΖΕΙ ο Πεισίδωρος φορώντας στα ξανθά μαλλιά του τον Κότινο της Νίκης και της Δόξας. Στα δεξιά του  ο Διαγόρας, η μάνα του στο μέρος της καρδιάς, οι θείοι του, η θεία του και ο ξάδερφός του, όλοι πιο πίσω ένα βήμα. Ο αγέρας γέμισε ιαχές, φωνές χαράς και θριάμβου. Στο πέρασμα του Ολυμπιονίκη σκορπούσανε άνθη ευωδιαστά και οι νέοι γκρέμιζαν τα τείχη, να περάσει η τέθριππη άμαξα του νικητή. Αλήθεια, τι τα ήθελαν, αφού το νησί είχε έναν Ολυμπιονίκη; Στο πρόσωπο της αντρειωμένης μάνας, δάκρυα περηφάνιας άστραφταν, καθώς ο κόσμος υποδεχότανε με τόση αγάπη και τέτοιο θαυμασμό το μονάκριβο παιδί της.
Αλήθεια πώς της ξέφυγε από το νου; Αυτό που είχε ζητήσει, οι Ουρανοί της το είχαν δώσει. Πρώτα έπρεπε να πάνε στο ναό του Δία να προσκυνήσουν. Να προσφέρουν θυσίες ευχαριστήριες και ο Ολυμπιονίκης γιος της ν’ αφιερώσει τον Κότινο της Νίκης του στο μεγάλο Θεό. Κι αυτοί τι έκαναν; Έπεσαν με τα μούτρα στο γλέντι και στο φαγοπότι. Ασέβεια! Τι ντροπή!
Έτσι η Καλλιπάτειρα έπραξε αυτό που έπρεπε. Τους μάζεψε και όλοι μαζί πήραν το δρόμο για το Ναό να κάνουν το χρέος τους στο Δία.
Στο δρόμο σαν βαδίζανε άκουσε πίσω της μια γνώριμη φωνή να λεει:
-Τι καλύτερο θα μπορούσες να ζητήσεις από τους Ουρανούς από ετούτη εδώ την ιερή στιγμή που ζεις τώρα, κόρη μου;
Τα δακρυσμένα μάτια της βάγιας τα λέγανε όλα. Η Καλλιπάτειρα  γέρνει στην αγκαλιά της και τρισευτυχισμένη ψιθυρίζει:
-Τίποτα άλλο, μάνα, τίποτα άλλο... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου