Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Ιστορικές θύμησες....Έζησα τη μάχη του Γαλανόπουλου στις 3 Μαρτίου του 1948 .



Του Δημήτρη Γιαννακούρα
Μετά από  δημοσίευμα της εφημερίδας <<Αρκαδικοί Ορίζοντες>> για την αδελφοκτόνο μάχη στον Βάγγου Μεγαλόπολης, πολλά ήταν τα τηλεφωνήματα που δεχτήκαμε από ανθρώπους που έζησαν το συγκεκριμένο γεγονός και ήθελαν να καταθέσουν τις δικές τους απόψεις και εμπειρίες.
Ένας απ’ αυτούς, λοιπόν, που μας τηλεφώνησε και κρίναμε ότι θα ήταν πολύ σημαντική η παρέμβασή του ήταν ο Μπαρμπαλιάς ο Κόκκορης από την Αραχαμίτα του Δήμου Βαλτετσίου, πατέρας του  δήμαρχου  Γλυφάδας Κώστα Κόκκορη.
Όταν τον πήραμε τηλέφωνο ότι θα πάμε, μας περίμενε με ανυπομονησία καθισμένος σ’ ένα πεζούλι έξω από το σπίτι του. Μας υποδέχτηκε μαζί με την κυρά Ελένη τη γυναίκα του. Μπήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο για να μας δείξει από κοντά την περιοχή που έγινε η μάχη αλλά και τον ομαδικό τάφο που είναι θαμμένοι εδώ και 62 χρόνια οι Έλληνες στρατιώτες της διλοχίας του Γαλανόπουλου.
Μετά το χωριό Αραχαμίτες πήραμε κατεύθυνση αριστερά προς το φαράγγι του Ελισσώνα. Το αυτοκίνητο μετά από δυο-τρία χιλιόμετρα δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να προχωράμε πεζοί.
Ο Μπαρμπαλιάς κρατώντας τη γκλίτσα εκείνη τη στιγμή είχε ξαναγίνει παλικάρι. Με αγέρωχο βηματισμό προχωρούσε δείχνοντας μας τις θέσεις των ανταρτών και την τοποθεσία που πέρασε η διλοχία του Γαλανόπουλου. Έφερε το χρόνο πίσω και με προσοχή αρχίσαμε να τον ακούμε.
«Η μάχη έγινε στις 3 Μαρτίου του 1948, ημέρα Τρίτη» μας είπε. Ερχόταν ο στρατός από τα Λυκόχια και του Βάγγου για να περάσει από εδώ. Στα γύρω υψώματα Αχεριώνα, Μασουροράχη και Φόρτσαρη είχαν στήσει ενέδρα οι αντάρτες. Εμείς ήμασταν στο μαντρί. Σηκώθηκα το πρωί και πήγα με τα πρόβατα λίγο πιο κάτω. Ο πατέρας μου επειδή ήταν στην Μικρά Ασία έξι χρόνια μάχιμος ήταν επμειροπόλεμος. Κατάλαβε ότι οι αντάρτες ήταν εκεί γύρω και είχαν στήσει ενέδρα. Θα ’ρθουν, μου λέει, και οι άλλοι, δηλαδή ο στρατός από τον Βάγγου και θα γίνει μεγάλο μαλεβράσι. Πάμε να φύγουμε, μου είπε. Βαρέσαμε τα γιδοπρόβατα μας και περάσαμε απέναντι στο Γκοΐκα, όπου ήταν μέρος απυρόβλητο. Ο στρατός άρχισε να περνά ανάμεσα από το υψώματα. Οι αντάρτες τους καρτέρεσαν μπροστά και τους χτύπησαν. Η μάχη δεν κράτησε πάνω από ώρα. Ο στρατός γρήγορα παραδόθηκε, αφού ένας-ένας που έβγαινε επάνω τον χτύπαγαν σαν λαγό. Στη μάχη σκοτώθηκαν 15 στρατιώτες και τραυματίστηκαν έξι, οι οποίοι εκτελέστηκαν μετά από λίγο εν ψυχρώ, εκτός από έναν που ξέφυγε. Από πληροφορίες έμαθα ότι κάποιους αιχμαλώτους τους σκότωσαν και τους έριξαν σε μια τρύπα στην Καρκαλού. Την άλλη μέρα ήρθαν χωριάτες και στρατός και έθαψαν τους νεκρούς σε ομαδικό τάφο. Ο τραυματίας ήρθε στο μαντρί μας για βοήθεια, θυμάμαι, έκανε πολύ κρύο και τον εβάλαμε κοντά στη φωτιά. Όταν τον ρώτησε ο πατέρας μου τι είσαι συ ρε παλικάρι; αντάρτης ή στρατιώτης; φοβόταν να μιλήσει. Τότε του είπε, μη φοβάσαι, εμείς τσοπάνηδες είμαστε. Αν είσαι αντάρτης να σε κάνουμε κατά κείθε, αν είσαι στρατιώτης κατά δώθε. Στρατιώτης είμαι ρε μπάρμπα, είπε. Ήταν για να ζήσει για να μαρτυρήσει το τραγικό. Μετά από 18 ημέρες βρήκα και έναν στρατιώτη σκοτωμένο την ώρα που έβοσκα τα πρόβατα. Είχε μαύρα κατσαρά μαλλιά και του είχαν βγάλει το παντελόνι και τα παπούτσια. Έψαξα τις τσέπες του για να μάθω ποιος είναι. Βρήκα ένα γράμμα που έγραφε: «Αγαπημένη μου Στεφανή, σε λίγο καιρό όλα τελειώνουν και θα είμαι κοντά σας». Τον πλάκωσα μαζί με ένα ξάδελφο μου, το Βασίλη, με πέτρες. Μετά από χρόνια ήρθαν δυο κοπέλες, κόρες του μου είπαν, και πήραν τα οστά του. Στο σημείο εκείνο έφτιαξαν ένα σταυρό με πέτρες στο έδαφος.
Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πως ο Γαλανόπουλος, ένας έμπειρος αξιωματικός, πέρασε από εδώ το στρατό του. Μάλιστα την προηγούμενη νύχτα πριν τη μάχη στου Βάγγου, που βρισκόταν ο στρατός, ένας γέρος, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξηνταβελώνης, παρατσούκλι Καλαμιάς, είπε στον Ταγματάρχη: «Κύριε Γαλανόπουλε μη τα πας τα παιδιά εδώ μέσα, γιατί τα υψώματα είναι γεμάτα αντάρτες. Θα τα σκοτώσουν τα παιδιά». Πιάνει τότε το γέρο από το μουστάκι και του δίνει ένα χαστούκι, λέγοντας στους φαντάρους του: «Προχωρήστε ρε, ο περδικας με τα περδικόπουλα να τους πιάσουμε. Δεν άκουσε κανέναν. Ο Γαλανόπουλος βρέθηκε σκοτωμένος λίγο πιο πέρα από εκεί που έγινε η μάχη.
Εδώ, στο ίδιο σημείο, μας είπε ο μπαρμπαλιάς, έχουν γίνει και άλλα συμβάντα. Στις 7 Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί σκότωσαν έναν αντάρτη παλικάρι, το Γιώργη το Λαχανά. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου ήρθε η μάνα του από την Τρίπολη και έφερε τον παπαγιώργη από του Βάγγου να κάνει τρισάγιο. Από τότε δεν την ξαναείδαμε. Μάθαμε μετά ότι τρελάθηκε.
Επίσης, τον Μάιο του 1949 οι χωροφύλακες λίγο πιο πάνω σκότωσαν δυο Ελληνόπουλα αντάρτες που δεν είχαν παραδοθεί. Είναι θαμμένοι κι αυτοί εδώ. Τι να πει κανείς. Σ’ αυτά τα βουνά είναι θαμμένα Ελληνόπουλα και από τις δυο πλευρές, αθώες ψυχές, αδέλφια που κάποιοι άλλοι τα έβαλαν να αλληλοχτυπηθούν για να εξυπηρετήσουν άλλων συμφέροντα».
Μ’ αυτά τα αγνά λόγια έκλεισε την αφήγησή του ο μπαρμπαλιάς ο Κόκκορης, με την απορία όμως ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Αυτοί δεν ήταν χριστιανοί; δεν ήταν Ελληνόπουλα; δεν έπρεπε η Πολιτεία τόσα χρόνια να φτιάξει ένα μνημείο; να βάλει ένα σταυρό;».
Εμείς συμφωνούμε και θα κάνουμε ότι μπορούμε για να τοποθετηθεί ένας σταυρός στο ύψωμα δίπλα από τον πλάτανο με τα ονόματα των σκοτωμένων στρατιωτών και ανταρτών. Τέτοια μνημεία δεν έχουν σκοπό να αποδώσουν μόνο φόρο τιμής στους νεκρούς, αλλά και να θυμίζουν στις νεώτερες γενιές τη μεγάλη συμφορά που έφερε στην Ελλάδα ο αδελφοκτόνος εμφύλιος και να λειτουργούν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Προτείνουμε ακόμα να γίνει περισυλλογή των οστών και να τοποθετηθούν σε κοινή οστεοθήκη, όσο υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν ακόμα τα σημεία ταφής τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου